καρδάμωμα

καρδάμωμα
το [καρδαμώνω]
δυνάμωμα, τόνωση, ενίσχυση, ανάκτηση δυνάμεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καρδάμωμα — το το αποτέλεσμα του καρδαμώνω, δυνάμωμα, τόνωση: Τρώει καλά φαγητά για καρδάμωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”